- χρυσός
- -ή, -ό1. χρυσαφένιος, μαλαματένιος.2. για ανθρώπους, αυτός που έχει καλούς τρόπους ή πολλά προτερήματα: Είναι χρυσός άνθρωπος.3. ωφέλιμος, πολύτιμος, πολύ προσοδοφόρος: Κάνει χρυσές δουλειές.4. φρ., «Tον έκανα χρυσό», τον παρακάλεσα πολύ.5. το θηλ. ως ουσ., χρυσή ο ίκτερος.————————χρυσός, ο και χρυσάφι, το1. χημικό στοιχείο, πολύτιμο μέταλλο, μάλαμα.2. ό,τι είναι κατασκευασμένο από χρυσό, χρυσά κοσμήματα, χρυσά νομίσματα κ.ά.3. ό,τι είναι πολύτιμο ή προσφιλές.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.